- παραξεκοντακιάζω
- μετ. :
τό
(или τα) παραξεκοντακιάζω см. τό — или τα παρακά(μ)νω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό
(или τα) παραξεκοντακιάζω см. τό — или τα παρακά(μ)νωΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραξεκοντακιάζω — 1. υπερβαίνω τα επιτρεπόμενα όρια 2. φρ. «τό παραξεκοντακιάζω» τό παρακάνω, τό παραξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξεκοντακιάζω «ωθώ τα πράγματα πέρα από τα επιτρεπτά όρια, τό παρακάνω»] … Dictionary of Greek